- χιλιόχρονος
- -η, -ο1. αυτός που έχει ηλικία χιλίων ετών, χιλιετής.2. φρ., «Nα 'σαι χιλιόχρονος», να ζήσεις πολλά χρόνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιλιόχρονος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία χιλίων ετών 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ευχή) χιλιόχρονος και χιλιόχρονη! να ζήσεις πολλά χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + χρόνος (πρβλ. τρί χρονος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
χιλιοχρονίτικος — η, ο, Ν χιλιόχρονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιόχρονος + κατάλ. ίτικος (πρβλ. εφταμην ίτικος)] … Dictionary of Greek
χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
χιλιο- — και χιλιό , πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων, στις οποίες δίνει την έννοια του χίλια ή του πολλές φορές, όπως χιλιόχρονος, χιλιοειπωμένος, χιλιοτραγουδισμένος κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)